- τριβέας
- ο1. μέρος μηχανών και εργαλείων, όπου στηρίζεται και περιστρέφεται κινητός άξονας, το κουζινέτο.2. μηχανική συσκευή για το σπάσιμο σκληρών υλικών σε μικρότερα κομμάτια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.